Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το βάσανο

См. также в других словарях:

  • βάσανο — το 1. ταλαιπωρία ψυχική ή σωματική, στενοχώρια, τυραννία: Το βάσανο μιας χρόνιας αρρώστιας είναι ανυπόφορο. 2. άτομο, συνήθως γυναίκα, που ταλαιπωρεί κάποιον ερωτικά: Δε θα έρθω μαζί σας, γιατί έχω να δω το βάσανό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάσανο — το (Μ βάσανον) [βάσανος] 1. ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική, δεινοπάθημα 2. βασανιστήρια νεοελλ. 1. σύζυγος ή ερωμένη που προκαλεί βάσανα 2. πληθ. τα βάσανα οι μέριμνες, οι βιοτικές ανάγκες …   Dictionary of Greek

  • αδικοκρισία — η (Α ἀδικοκρισία) (Ν και σιά) 1. άδικη κρίση 2. άδικη δικαστική απόφαση νεοελλ. βάσανο που υφίσταται κανείς άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + κρίσις) …   Dictionary of Greek

  • ανία — (I) η (AM ἀνία) νεοελλ. η στενοχώρια και η κακοκεφιά που προκαλεί η έλλειψη οποιασδήποτε ασχολίας ή η μονότονη επανάληψη των ίδιων εντυπώσεων και παραστάσεων, πλήξη αρχ. ανησυχία, στενοχώρια, θλίψη, πόνος, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.… …   Dictionary of Greek

  • βασανάκι — το 1. μικρό βάσανο, μικρή ενόχληση 2. (συνήθως για γυναίκα που την αγαπάει κανείς) αυτή που προκαλεί μικροστενοχώριες με τη συμπεριφορά της και τα νάζια της …   Dictionary of Greek

  • δοκιμασία — η (AM δοκιμασία) [δοκιμάζω] εξέταση, έλεγχος, έρευνα για έγκριση μσν. νεοελλ. 1. δοκιμή, απόπειρα 2. ταλαιπωρία, βάσανο νεοελλ. 1. φρ. «γραπταί δοκιμασίαι» εξετάσεις για να κριθεί η κατάταξη, προαγωγή, απόλυση μαθητών 2. «ηπατικές δοκιμασίες»… …   Dictionary of Greek

  • δυσκολία — και δυσκολιά, η (AM δυσκολία) 1. δυστροπία, παραξενιά 2. δυσχέρεια («δυσκολίες τής ζωής») 3. εμπόδιο, κώλυμα («πάει στα κάστρα χωρίς νά βρη δυσκολία», Σολωμ.) νεοελλ. βάσανο, στενοχώρια («τσ δυσκολιές μου σήκωνε», Ερωφ.) …   Dictionary of Greek

  • εύκοπος — εὔκοπος, ον (Α) αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῡτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.). επίρρ... εὐκόπως (ΑΜ) το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ) εύκολα, με ευκολία το συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.… …   Dictionary of Greek

  • ζάλος — (I) ο (Μ ζάλος) νεοελλ. 1. ζάλη, σκοτοδίνη «έχει ζάλο στο κεφάλι» 2. ζαλιά*, φορτίο μσν. βάσανο, σκοτούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη, με μεταβολή γένους]. (II) ζάλος, ὁ (Α) λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • θλίψη — και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) [θλίβω] 1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα 2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια νεοελλ. 1. στείψιμο, ξεζούμισμα 2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση… …   Dictionary of Greek

  • κάγκανος — κάγκανος, ον (Α) 1. κατάλληλος για κάψιμο, καύσιμος («κάγκανα ξύλα» καυσόξυλα, Ομ. Ιλ.) 2. πολύ ξηρός, κατάξερος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάγκανον το φυτό κακ(κ)αλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά γκ ανος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *knk (* κακ ) τής ΙΕ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»