-
1 мука
-
2 пытка
пытка ж το βάσανο· το βασανιστήριο (чаще мн.)' подвергнуть \пыткаам υποβάλλω σε βασανιστήρια* * *жτο βάσανο; το βασανιστήριο (чаще мн.)подве́ргнуть пы́ткам — υποβάλλω σε βασανιστήρια
-
3 страдание
-
4 мучение
мучени||ес τό μαρτύριο[ν], τό βάσανο:подвергнуть \мучениеям βασανίζω, ὑποβάλλω σέ μαρτύρια· испытывать \мучениея βασανίζομαι· с ним одно \мучение αὐτός εἶναι πραγματικό βάσανο. -
5 маета
-ы θ. (απλ.) ταλαιπωρία, βάσανο, παιδεμός, μαρτύριο•маета мне с ним! βάσανο μου είναι αυτός!
-
6 мука
-и θ.βάσανο, μαρτύριο, αγωνία, άγχος•επιθανάτια αγωνία•-и ревности το βάσανο της ζήλειας•
-и голода το μαρτύριο της πείνας•
-и ожидания η αγωνία αναμονής•
- и ада παλ. τα μαρτύρια της κόλασης•
вечные -и αιώνια βάσανα.
II-и θ. αλεύρι, άλευρο•пшеничная το σιτάλευρο•
кукурузная мука καλαμποκάλευρο, αραβοσιτάλευρο•
ржаная мука σικαλίσιο αλεύρι ή βριζάλευρο•
ячменная мука κριθάλευρο•
картофельная мука πατατάλευρο•
костяная мука οστεάλευρο.
|| σκόνη•мраморная мука μαρμαρόσκονη.
εκφρ.перемелется мука будет – σιγά-σιγά όλα θα γίνουν ή αγάλια-αγάλια γίνετ η αγουρίδα μέλι. -
7 мука
му́к||а I ж τό βάσανο[ν], ὁ πόνος, ἡ ταλαιπωρία:\мукаи творчества τά βάσανα τής δημιουργίας· родовые \мукаи οἱ ὠδίνες (или ὁ£ πόνοι) τοῦ τοκετοῦ· \мукаи голода τά βάσανα τής πείνας· ◊ хождение по \мукаам πορεία γεμάτη βάσανα.мука́ II ж τό ἀλεύρι, τό ἄλευρον / ἡ φα-ρίνα (тк. пшеничная)/ τό ἄμυλο[ν], ὁ νισεστές (картофельная):ржаная \мука τό ἀλεΰρι σίκαλης· ◊ перемелется, \мука бу́дет поел. ὀλα μέ τόν καιρό θά γίνουν. -
8 наказание
наказа||ниес ἡ τιμωρία, ἡ ποινή:телесное \наказание ἡ σωματική ποινή· высшая мера \наказаниения ἡ ἐσχάτη ποινή, ἡ ἐσχάτη τών ποινών в \наказание γιά τιμωρία· подвергнуть \наказаниению τιμωρώ, ἐπιβάλλω ποινή· заслуживающий \наказаниения ἀξιόποινος, τιμω-ρητέος· ◊ что за \наказаниее разг. τί μπελάς!, τί βάσανο!. -
9 пытка
пытк||аж1. τά βασανιστήρια, ἡ βάσανος, τό μαρτύριο:орудия \пыткаи τά ὅρ-γανα βασανισμού, τά βασανιστήρια· подвергнуть \пыткае βασανίζω, ὑποβάλλω σέ βασανιστήρια, ὑποβάλλω σέ μαρτύρια·2. перен τό μαρτύριο[ν], τό βάσανο, ἡ ταλαιπωρία, ἡ δοκιμασία. -
10 страдание
страда́||ниес τό βάσανο[ν], τά βάσανα, τό μαρτύριο, τά πάθη. -
11 сущий
су́щ||ийприл разг ἀληθινός, πραγματικός:\сущийая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \сущийее наказание πραγματικό βάσανο, πραγματικό μαρτύριο. -
12 терзание
терза́||ниес τό βάσανο[ν], τό μαρτύριο. -
13 томление
том||лениес τό βάσανο, τό μαράζι. -
14 мука
[μούκα] ουα. θ. βάσανο, πόνος -
15 страдание
[στραντάνιιε] ουσ. ο. μαρτύριο, βάσανο -
16 терзание
[τιρζάνιιε] ουσ. ο. βάσανο -
17 томление
[ταμλιένιιε] ουσ. ο. βάσανο -
18 мука
[μούκα] ουσ θ βάσανο, πόνος -
19 страдание
[στραντάνιιε] ουσ ο μαρτύριο, βάσανο -
20 терзание
[τιρζάνιιε] ουσ ο βάσανο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βάσανο — το 1. ταλαιπωρία ψυχική ή σωματική, στενοχώρια, τυραννία: Το βάσανο μιας χρόνιας αρρώστιας είναι ανυπόφορο. 2. άτομο, συνήθως γυναίκα, που ταλαιπωρεί κάποιον ερωτικά: Δε θα έρθω μαζί σας, γιατί έχω να δω το βάσανό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάσανο — το (Μ βάσανον) [βάσανος] 1. ταλαιπωρία, σωματική ή ψυχική, δεινοπάθημα 2. βασανιστήρια νεοελλ. 1. σύζυγος ή ερωμένη που προκαλεί βάσανα 2. πληθ. τα βάσανα οι μέριμνες, οι βιοτικές ανάγκες … Dictionary of Greek
αδικοκρισία — η (Α ἀδικοκρισία) (Ν και σιά) 1. άδικη κρίση 2. άδικη δικαστική απόφαση νεοελλ. βάσανο που υφίσταται κανείς άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + κρίσις) … Dictionary of Greek
ανία — (I) η (AM ἀνία) νεοελλ. η στενοχώρια και η κακοκεφιά που προκαλεί η έλλειψη οποιασδήποτε ασχολίας ή η μονότονη επανάληψη των ίδιων εντυπώσεων και παραστάσεων, πλήξη αρχ. ανησυχία, στενοχώρια, θλίψη, πόνος, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.… … Dictionary of Greek
βασανάκι — το 1. μικρό βάσανο, μικρή ενόχληση 2. (συνήθως για γυναίκα που την αγαπάει κανείς) αυτή που προκαλεί μικροστενοχώριες με τη συμπεριφορά της και τα νάζια της … Dictionary of Greek
δοκιμασία — η (AM δοκιμασία) [δοκιμάζω] εξέταση, έλεγχος, έρευνα για έγκριση μσν. νεοελλ. 1. δοκιμή, απόπειρα 2. ταλαιπωρία, βάσανο νεοελλ. 1. φρ. «γραπταί δοκιμασίαι» εξετάσεις για να κριθεί η κατάταξη, προαγωγή, απόλυση μαθητών 2. «ηπατικές δοκιμασίες»… … Dictionary of Greek
δυσκολία — και δυσκολιά, η (AM δυσκολία) 1. δυστροπία, παραξενιά 2. δυσχέρεια («δυσκολίες τής ζωής») 3. εμπόδιο, κώλυμα («πάει στα κάστρα χωρίς νά βρη δυσκολία», Σολωμ.) νεοελλ. βάσανο, στενοχώρια («τσ δυσκολιές μου σήκωνε», Ερωφ.) … Dictionary of Greek
εύκοπος — εὔκοπος, ον (Α) αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῡτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.). επίρρ... εὐκόπως (ΑΜ) το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ) εύκολα, με ευκολία το συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.… … Dictionary of Greek
ζάλος — (I) ο (Μ ζάλος) νεοελλ. 1. ζάλη, σκοτοδίνη «έχει ζάλο στο κεφάλι» 2. ζαλιά*, φορτίο μσν. βάσανο, σκοτούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη, με μεταβολή γένους]. (II) ζάλος, ὁ (Α) λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
θλίψη — και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) [θλίβω] 1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα 2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια νεοελλ. 1. στείψιμο, ξεζούμισμα 2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση… … Dictionary of Greek
κάγκανος — κάγκανος, ον (Α) 1. κατάλληλος για κάψιμο, καύσιμος («κάγκανα ξύλα» καυσόξυλα, Ομ. Ιλ.) 2. πολύ ξηρός, κατάξερος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάγκανον το φυτό κακ(κ)αλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κά γκ ανος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *knk (* κακ ) τής ΙΕ… … Dictionary of Greek